Saturday 19 March 2011

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ Ασίνην τε... ΙΛΙΑΔΑ


Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώυτας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Ομηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα~
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι~
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχττκά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω
στις πέτρες.



THE KING OF ASINE

ILIAD*

All morning long we looked around the citadel*
starting from the shaded side, there where the sea,
green and without luster—breast of a slain peacock—
received us like time without an opening in it.
Veins of rock dropped down from high above,
twisted vines, naked, many-branched, coming alive
at the water’s touch, while the eye following them
struggled to escape the tiresome rocking,
losing strength continually.

On the sunny side a long empty beach
and the light striking diamonds on the huge walls.
No living thing, the wild doves gone
and the king of Asine, whom we’ve been trying to find for
two years now,
unknown , forgotten by all, even by Homer,
only one word in the Iliad and that uncertain,
thrown here like the gold burial mask.
You touched it, remember its sound? Hollow in the light
like a dry jar in dug earth:
the same sound that our oars make in the sea.
The king of Asine a void under the mask
everywhere with us everywhere with us, under a name:
“Αsίνην te... Αsίνην te...”
and his children statues
and his desires the fluttering of birds, and the wind
in the gaps between his thoughts, and his ships
anchored in a vanished port:
under the mask a void.

Behind the large eyes the curved lips the curls
carved in relief on the gold cover of our existence
a dark spot that you see traveling like a fish
in the dawn calm of the sea:
a void everywhere with us.
And the bird that flew away last winter
with a broken wing:
abode of life,
and the young woman who left to play
with the dogteeth of summer
and the soul that sought the lower world squeaking
and the country like a large plane-leaf swept along by the
torrent of the sun
with the ancient monuments and the contemporary sorrow.

And the poet lingers, looking at the stones, and asks himself
does there really exist
among these ruined lines, edges, points, hollows, and curves
does there really exist
here where one meets the path of rain, wind, and ruin
does there exist the movement of the face, shape of the
tenderness
of those who’ve shrunk so strangely in our lives,
those who remained the shadow of waves and thoughts with
the sea’s boundlessness
or perhaps no, nothing is left but the weight
the nostalgia for the weight of a living existence
there where we now remain unsubstantial, bending
like the branches of a terrible willow-tree heaped in
permanent despair
while the yellow current slowly carries down rushes up-
rooted in the mud
image of a form that the sentence to everlasting bitterness
has turned to stone:
the poet a void.

Shieldbearer, the sun climbed warring,
and from the depths of the cave a startled bat
hit the light as an arrow hits a shield:
“Αsίνην te...Αsίνην te...” Would that it were the king
of Asine
we’ve been searching for so carefully on this acropolis
sometimes touching with our fingers his touch upon
the stones.

No comments:

Post a Comment